- καλλικολώνη
- καλλικολώνη, ἡ και καλλικόλωνος, ὁ (Α)(για λόφο που βρισκόταν στην Τροία στον Σιμόεντα) ο ωραίος λόφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + κολώνη «λόφος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καλλικολώνη — Fair hill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικολώνη — Fair hill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλικολώνῃ — Καλλικολώνη Fair hill fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικολώνῃ — καλλικολώνη Fair hill fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλικολώνης — Καλλικολώνη Fair hill fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικολώνης — καλλικολώνη Fair hill fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИМБРА — • Thymbra, Θύμβρη, древний, рано исчезнувший город у реки Фимбрия, на севере от Илиона. Поблизости его находился холм Καλλικολώνη. Β Φ. был храм Аполлона. Ноm. Il. 10, 430. 20, 53. Strab. 13, 598 … Реальный словарь классических древностей
κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… … Dictionary of Greek